ἀπόφθεγμα — terse pointed saying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόφθεγμα — το (AM ἀπόφθεγμα) [αποφθέγγομαι] σύντομη κρίση, γνωμικό, ρητό … Dictionary of Greek
παροιμία — Απόφθεγμα σύντομο και συχνά πνευματώδες, με αρχαία παράδοση και μεγάλη διάδοση, το οποίο, με μορφή καμιά φορά μεταφορική, εκφράζει μια ηθική παραίνεση ή μια σκέψη ή έναν κανόνα, καταστάλαγμα όλα της πείρας. Η συντομία, η δηκτικότητα, ο… … Dictionary of Greek
τἀπόφθεγμα — ἀπόφθεγμα , ἀπόφθεγμα terse pointed saying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφθεγμάτοιν — ἀπόφθεγμα terse pointed saying neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφθεγμάτων — ἀπόφθεγμα terse pointed saying neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφθέγμασι — ἀπόφθεγμα terse pointed saying neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφθέγμασιν — ἀπόφθεγμα terse pointed saying neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφθέγματα — ἀπόφθεγμα terse pointed saying neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφθέγματι — ἀπόφθεγμα terse pointed saying neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)